- δημαρχίνα
- ηη γυναίκα του δήμαρχου ή η γυναίκα δήμαρχος: Η πόλη μας έχει δημαρχίνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δημαρχίνα — η 1. η σύζυγος τού δημάρχου («να τή λένε δημαρχίνα κι ας ψοφά κι από την πείνα») 2. γυναίκα δήμαρχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμαρχος. Η λ. μαρτυρείται το 1893 από τον Α. Παπαδιαμάντη στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ομοιοτέλευτος — η, ο 1. για λέξεις και φράσεις, ο ομοιοκατάληχτος. 2. ως ουσ., ομοιοτέλευτο, το σχήμα λόγου όπου δύο φράσεις συνεχείς του λόγου καταλήγουν στον ίδιο ήχο: Ας με λένε δημαρχίνα κι ας ψοφώ από την πείνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)